Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέσκασμα — το [ξεσκάζω] απαλλαγή από φροντίδες, ψυχαγωγία, ξεκούρασμα … Dictionary of Greek
ξέσκασμα — το, ατος ψυχαγωγία, απαλλαγή από στενοχώρια, γαλήνεψη, ηρεμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)